στεγνότης

στεγνότης
στεγν-ότης, ητος, ,
A closeness, costiveness, Hp.Acut. (Sp.) 46; ἡ τῶν σωμάτων ς. density, imperviousness, Id.de Arte 11.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στεγνότης — closeness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεγνότητα — στεγνότης closeness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεγνότητι — στεγνότης closeness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεγνότητος — στεγνότης closeness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεγνότητα — η / στεγνότης, ητος, ΝΜΑ [στεγνός] νεοελλ. η ιδιότητα τού στεγνού, το να είναι στεγνό κάτι μσν. αρχ. στεγανότητα, το να είναι κάτι υδατοστεγές ή αεροστεγές αρχ. δυσκοιλιότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”